θερμοχωρητικότης

θερμοχωρητικότης
(-ητος) η физ. теплоёмкость

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "θερμοχωρητικότης" в других словарях:

  • θερμοχωρητικότητα — Ο λόγος της θερμότητας ΔQ που προσφέρεται σε ένα σώμα προς την αντίστοιχη αύξηση της Θερμοκρασίας ΔT· oπότε εάν τη συμβολίσουμε με C έχουμε: C = ΔQ/ΔT. Ποιοτικά, είναι ίση με το ποσό της θερμότητας που πρέπει να προσφέρουμε σε ένα σώμα ώστε να… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»