- θερμοχωρητικότης
- (-ητος) η физ. теплоёмкость
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
θερμοχωρητικότητα — Ο λόγος της θερμότητας ΔQ που προσφέρεται σε ένα σώμα προς την αντίστοιχη αύξηση της Θερμοκρασίας ΔT· oπότε εάν τη συμβολίσουμε με C έχουμε: C = ΔQ/ΔT. Ποιοτικά, είναι ίση με το ποσό της θερμότητας που πρέπει να προσφέρουμε σε ένα σώμα ώστε να… … Dictionary of Greek